Η εργασία για τα διαβατήρια έθιμα αποτελεί μέρος ομιλίαςτου1ου Εργαστηρίου Παραδοσιακής Δόμησης που πραγματοποιήθηκε στο Κυπαρίσσι Γρεβενών τον Αύγουστο του 2024. Αρκετές πληροφορίες βασίστηκαν σε περιγραφές παλαιότερων κατοίκων του χωριού. Κύρια αναφορά πρέπει να γίνει στο δάσκαλο Αντρέα Στεργιάδη που μας άφησε εκτενείς περιγραφές των δρώμενων που συνόδευαν τον αποχαιρετισμό των μαστόρων.[1]

Ο νομός Γρεβενών είναι ένας τόπος που παραδοσιακά λόγω του ορεινού χαρακτήρα του και των περιορισμένων δυνατοτήτων του έδωσε μεγάλο αριθμό πετράδων- μαστόρων και χτιστάδων. Η λαϊκήοικοδομική αναπτύχθηκε αρκετά σε αυτές τις περιοχές και η αναχώρηση και άφιξη των μπουλουκιών των μαστόρων συνοδεύτηκε από πολλά έθιμα που αφορούσαν ολόκληρη την κοινότητα. Τα έθιμα αυτά ανήκουν σε ό,τι συνηθίζουμε να αποκαλούμε διαβατήρια έθιμα.
Με τον όρο διαβατήρια έθιμα εννοούμε όλες εκείνες τις τελετουργίες που σημαδεύουν τις μεταβάσεις ανάμεσα σε σταθερές ή επαναλαμβανόμενες καταστάσεις μιας κοινότητας. Παρότι συναντώνται σε όλες τις κοινωνίες, φτάνουν στο ζενίθ της έκφρασής τους σε κοινωνίες μικρής κλίμακας, όπου ο ρυθμός της ζωής ακολουθεί τον κυκλικό χρόνο. Για παράδειγμα, τέτοιες μεταβάσεις είναι η γέννηση, ο γάμος, ο θάνατος, αλλά και μεταβάσεις που σχετίζονται με τις αλλαγές των εποχών και οριοθετούνται με βάση το «ημερολόγιο» της φύσης, με πιο αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις την αλλαγή του έτους και την μετάβαση από τον χειμώνα στην άνοιξη.
Σύμφωνα με την καθηγήτρια λαογραφίας Κυριακίδου- Νέστορος, ο χρόνος στη λαϊκή αντίληψη δεν είναι μια έννοια αφηρημένη. Είναι το περιεχόμενό του, η εμπειρία του. Μια εμπειρία που σχετίζεται κυρίως με τη δουλειά. Επομένως στις παραδοσιακές κοινωνίες όπου η ζωή εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη φύση, τα έθιμα που σηματοδοτούν το πέρασμα από τη μια χρονική περίοδο στην άλλη είναι σύμφυτα με τις αλλαγές στον τρόπο ζωής και εργασίας των ανθρώπων.
Η απομάκρυνση των μαστόρων από τον τόπο τους αποτελεί ένα τέτοιο σημαντικό γεγονός που λαμβάνει χώρα στην μετάβαση από τον χειμώνα στην άνοιξη. (σε κάποιες περιπτώσεις ταυτίζεται με την γιορτή του Αγ. Γεωργίου, ενώ η επιστροφή με την γιορτή του Αγ. Δημητρίου). Στην τελετή της αναχώρησης των μαστόρων που γίνονταν ανά ομάδες (μπουλούκια) συμμετείχε όλη η κοινότητα.
Ξακουστοί τεχνίτες κι οι Κυπαρισσιώτες μάστορες ακολουθούσαν για χρόνια τον δρόμο της ξενιτιάς κι έγιναν γνωστοί σε πολλά μέρη ως κτιστάδες (μαστόρια) Μπισιβαίοι ή Μπισιβήτες ή Μπισ(ι)οβίτες.
Με τον ερχομό της άνοιξης, άρχισαν να γεμίζουν το «γάτο» (δισάκι) με τα εργαλεία τους. Σκεπάρνι, χτένι, αλφάδι, μιστρί, σαούλ, πριόνι και η παρέα, το μπουλούκι- έπαιρνε το δρόμο της ξενιτιάς. Ο αποχωρισμός γινόταν από την Ράχη των Δακρύων όπως είχαν ονομάσει οι συγχωριανοί μας την ράχη ανατολικά του χωριού προς Γρεβενά.
Το βραδύ της παραμονής της αναχωρήσεως, όλοι οι συγγενείς και φίλοι συγκεντρώνονταν στο σπίτι του ξενιτεμένου με διάφορα δώρα: λαγγίτες, σαραγλί, μπουγάτσια, κρασί. Έτρωγαν όλοι μαζί και γλεντούσαν ως τα μεσάνυχτα. Το πρωί, μόλις ρόδιζε η αυγή, ο ταξιδιώτης φορούσε την πιο καινούργια φορεσιά του, έκανε μ’ ευλάβεια το σταυρό του στο σπιτικό εικόνισμα κι έχοντας για τιμητική συνοδεία όλους σχεδόν τους χωριανούς του ξεκινούσε για τη Ράχη. Στην εξώπορτα του σπιτιού του τον περίμενε ένα «γκιούμι» με νερό. Το έσπρωχνε με το δεξί του πόδι για να χυθεί το περιεχόμενο του, «για να πάει νερό η δουλειά του».
Έπειτα η συνοδεία έφτανε στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, όπου όλοι σταματούσαν κι ο νέος που θα ξενιτευόταν έμπαινε στην εκκλησία για να ασπαστεί τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και του Αη- Γιώργη. Μετά, ξεκινούσαν για τη Ράχη. Οι ντόπιοι οργανοπαίχτες σκορπούσαν στους γύρω λόφους τους ήχους του κλαρίνου και του νταουλιού. Ο νέος βάδιζε μπροστά και διπλά του ο Κυρατζής (αγωγιάτης) οδηγούσε το περήφανο άλογο, με τη χρωματιστή «μπαντανία» στη σέλλα. Έφθαναν στη Ράχη των Δακρύων. Ο ίδιος ο ταξιδιώτης ή οι φίλοι του πυροβολούσαν στον αέρα, ενώ οι οργανοπαίχτες συνέχιζαν να παίζουν το τραγούδι του χωρισμού. Ο νιός αποχαιρετούσε πρώτα τους γονείς του, τη γυναίκα του, τα παιδιά του κι όλους τους συγγενείς και φίλους. Οι λυπημένες φωνές και τα κλάματα συνέθεταν μια συγκινητική και πρωτότυπη μουσική. Όμως οι σκηνές αυτές έπρεπε κάποτε να τελειώσουν. Κάποιος γέρος θα φώναζε («άιντε γυιόκα μου, τ’ άλογο χλιμιντρίζει περιμένει τον καβαλάρη») κι ο νιός ανέβαινε στ’ άλογο και κατηφόριζε στο μονοπάτι. Κανένας, όμως δεν κινούνταν απ’ την θέση του. Έμεναν όλοι στη Ράχη και χαιρετούσαν με τα χεριά και τα λευκά μαντήλια, ως τη στιγμή που άλογο και αναβάτης έφταναν στον «Μύλο του Κοσμά» και χάνονταν από τα μάτια τους τα βουρκωμένα. Τότε μόνο επέστρεφαν στο χωριό. Επιστρέφοντας έκοβαν από τις βαλανιδιές και τις γκορτσιές πράσινα κλαδιά και περνώντας από το σπίτι του ξενιτεμένου τα τοποθετούσαν στην εξώθυρα του.Την ημέρα του μισεμού οι σπιτικοί δεν έκαναν καμία δουλειά. Ήταν όλοι θλιμμένοι.
«Παρηγοριά έχει ο θάνατος και λησμοσύνη ο χάρος
κι ο ζωντανός ο χωρισμός παρηγοριά δεν έχει!»
Φορείς της λαϊκής οικοδομικής- έθιμα
Όταν έφταναν στον τόπο εργασίας τους οργανώνονταν σε ομάδες οι οποίες, σύμφωνα με τον αείμνηστο Μουτσόπουλο, αποτελούνταν από 10-20 μαστόρους, διαφόρων ειδικοτήτων. Οι ομάδες αυτές γνωστές ως μπουλούκια, συντεχνίες, ισνάφια/εσνάφια ή συνάφια είχαν αυστηρή εσωτερική ιεράρχηση και επικεφαλής τον πρωτομάστορα, ο οποίος κατείχε αυξημένες τεχνικές γνώσεις, ενώ αποτελούνταν από διάφορους τεχνίτες, τσιράκια και μαθητούδια. Ασχέτως αν επρόκειτο για αρχοντόσπιτο ή για ταπεινή κατοικία κάθε οικοδόμηση από τη θεμελίωση ως τη στέγαση και την κατοίκησήπλαισιωνόταν από έθιμα και δοξασίες που είχαν ως στόχο την προσπάθεια διασφάλισης της ευτυχίας.
Αναφέρονται έθιμα και εκδηλώσεις που σχετίζονται με τη θεμελίωση, τη στέγαση και την αλληλοβοήθεια κατά το χτίσιμο, σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση την οποία ακολουθεί ο Αικατερινίδης (1990). Κεντρικό πρόσωπο ήταν ο νοικοκύρης στον οποίο προσφερόταν υπηρεσία.Σε αντάλλαγμα αυτός προσέφερε δώρα, αρχικώς ως πληρωμή σε είδος, αργότερα όμως παράλληλα με τις χρηματικές αμοιβές των μαστόρων, συνέχισε να προσφέρει δώρα με συμβολικό χαρακτήρα, στις πιο κρίσιμες στιγμές της οικοδομής (Σκουτέρη, 1992, σελ. 346).
Θεμελίωση
Πριν από τη θεμελίωση συγκεντρώνονταν όλη η οικογένεια, οι μαστόροι και οι γείτονες και γινόταν επιτόπου από τον ιερέα αγιασμός, διαβάζονταν η σχετική «ευχή επί θεμελίου οίκου», ενώ η καθιερωμένη εκκλησιαστικά τελετουργία συνοδευόταν από λαϊκές δοξασίες και εθιμικές εκδηλώσεις. Γέμιζαν με τον αγιασμό τέσσερα μπουκαλάκια και τα τοποθετούσαν στις τέσσερεις γωνίες του οικοπέδου (Γρίβα).
Μετά τον αγιασμό, τη στιγμή κατά την οποία ευχόταν ο ιερέας «έδρασον αυτόν (τον οίκον) επί την στερεάν πέτραν», ο ιδιοκτήτης και οι παρευρισκόμενοι, φίλοι και συγγενείς, ασήμωναν, πετούσαν δηλαδή νομίσματα στα θεμέλια, τα οποία τα δικαιούνταν οι μαστόροι, άφηναν όμως και μέσα στο θεμέλιο (Αικατερινίδης, 1990). Τα νομίσματα αυτά αποτελούσαν εθιμική παροχή στους μαστόρους και ονομάζονταν θεμελιάτικα ή θεμελιώτικα.. Η Σκουτέρη (1992) κατά την περιγραφή θεμελίωσης στο Κριμίνι του Βοΐου, αναφέρει ότι μετά τον αγιασμό, ανέγραφαν τη χρονολογία κτίσεως στον θεμέλιο λίθο που έμπαινε στην ανατολική πλευρά του οικοπέδου, κάτω απ’ αυτόν έβαζαν νόμισμα, ενώ δίπλα του ένα μπουκάλι με αγιασμό. Ιδιαίτερη έμφαση στην τελετή της θεμελίωσης προσέδιδε το έθιμο της ζωοθυσίας, γνωστής με το όνομα κουρμπάνι. Η θυσία γινόταν στα θεμέλια της οικοδομής και έσφαζαν συνήθως πετεινό ή όρνιθα ή μεγαλύτερο ζώο αν ο ιδιοκτήτης ήταν πλούσιος. Ύστερα από αυτή την τελετουργία, το ζώο μαγειρευόταν και ο νοικοκύρης παρέθετε στους μαστόρους τραπέζι, με οινοποσία και ευχές για την επιτυχία του έργου. Το τραπέζι αυτό αποτελούσε, όπως και τα θεμελιάτικα (χρήματα), καθιερωμένη εθιμική προσφορά.
Κατά την κατασκευή της στέγης
Η κατασκευή της στέγης περιβαλλόταν από ειδική εθιμολογία, επειδή αποτελούσε, όπως και η θεμελίωση εξάλλου, κρίσιμη φάση της οικοδόμησης. Πρόκειται για έργο τεχνικώς δύσκολο αλλά και ευχάριστο, αφού σήμαινε την αποπεράτωση της οικοδομής.
Το χαρακτηριστικότερο έθιμο είναι τα μαντηλώματα, η συνήθεια δηλαδή να προσφέρουν στους μαστόρους δώρα, κυρίως μαντήλια, μόλις τελειώναν οι τοίχοι και άρχιζε η κατασκευή της στέγης ή μετά την ολοκλήρωση της στέγης, πριν την τοποθέτηση των κεραμιδιών. Μόλις άρχιζε η κατασκευή της στέγης σήκωναν έναν ξύλινο σταυρό πάνω από τον παπά (μεγάλο κεντρικό δοκάρι, στο οποίο στηρίζεται η στέγη) και κρεμούσαν μαντήλια, πετσέτες, τσουράπια. Ο πρωτο-μάστορας χτύπαγε με το σκεπάρνι του και φώναζε λόγια για τον καθένα δωρητή. Όταν τελείωνε η σκεπή ο πρωτομάστορας μοίραζε τα δώρα που είχαν συγκεντρωθεί. Η διάδοσή του εθίμου και η άσκησή του ακόμη και σε μεγάλα αστικά κέντρα δημιούργησε κανόνα δικαίου, με στόχο την οικονομική αλλά και την ηθική ικανοποίηση των μαστόρων. Η αθέτηση των εθιμικών αυτών υποχρεώσεων προκαλούσε περιφρόνηση και αποδοκιμασία.
Φωτογραφία από την αναπαράσταση του εθίμου στη στέγη του Δ. Σ. Συδένδρου 1ο Εργαστήρι Παραδοσιακής Δόμησης, Αύγουστος 2024.
Το πνεύμα συνεργασίας και αλληλοβοήθειας
Στην οικοδόμηση σπιτιού, η οποία αποτελούσε μια από τις πιο εξαντλητικές οικονομικά δραστηριότητες του παραδοσιακού βίου, εκδηλωνόταν αποτελεσματικά το πνεύμα συνεργασίας και αλληλοβοήθειας Σχετικά έθιμα ήταν διαδεδομένα σε όλον τον μακεδονικό χώρο, δίνοντας λύση σε περιστάσεις ανάγκης για εργατικά χέρια, για μεταφορικά μέσα, για υλικά, κ.α.
Ο νοικοκύρης που έχτιζε σπίτι συγκέντρωνε με τη βοήθεια της οικογένειάς του, των γειτόνων και των φίλων, συχνά και όλου του χωριού, τα απαραίτητα υλικά. Το κόψιμο και η μεταφορά της πέτρας, καθώς και η μεταφορά των μεγάλων ξύλων που απαιτούνταν για τη στέγη, ήταν εργασίες για τις οποίες τονίζεται συχνά η ανάγκη αλληλοβοήθειας. Στην Ήπειρο για π.χ. συνηθίζονταν τα μιντάνια, οι προαιρετικές συγκεντρώσεις για να βοηθήσουν στο χτίσιμο. Ο νοικοκύρης καλούσε τους συγχωριανούς κι εκείνοι πρόθυμα βοηθούσαν όπως μπορούσαν, ενώ ο ίδιος όφειλε να τους προσφέρει ευχαριστήριο τραπέζι. Η σημασία της αλληλοβοήθειας κατά την οικοδόμηση σπιτιού ήταν πολύ μεγάλη στα χρόνια της ακμής του παραδοσιακού πολιτισμού καθώς τα τεχνικά μέσα ήταν ανύπαρκτα και οι οικονομικές δυνατότητες περιορισμένες. Γενικότερα όμως, οι λαϊκές συνήθειες που σχετίζονται με την αλληλοβοήθεια είναι σημαντικές, γιατί δείχνουν με ποιον τρόπο ρυθμίζονταν οι συνεργατικές σχέσεις και υποχρεώσεις μεταξύ των μελών της παραδοσιακής κοινωνίας και θα κλείσω με την ευχή να ξαναθυμηθούμε αυτό το αίσθημα αλληλοβοήθειας και συνεργατικότητας και στις μέρες μας.
Ζωή Καρανίκου
Αρχαιολόγος
Βιβλιογραφία
Αικατερινίδης, Γεώργιος. Νεοελληνικές Αιματηρές Θυσίες. Αθήναι: Λαογραφία, Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, παράρτημα 8 , 1979.
Βούρος, Κωνσταντίνος. Λήθινα Μονοπάτια, Τα μπουλούκια των Ζουπανιωτών Μαστόρων της πέτρας. Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Πολυτεχνική Σχολή, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2009.
Γράβας, Παναγιώτης. Τα κουδαρίτικα της Σιάτιστας. Θεσσαλονίκη: Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, τόμος ΙΒ’, 1940.
Λουκάτος, Δημήτριος. Τα μαντηλώματα ή ο Σταυρός της στέγης. ΗΩΣ, Μηνιαία Εικονογραφημένη Επιθεώρησις, αριθ. 44, 1961.
Μακρής, Κίτσος. Αρχιτέκτων Δήμος Ζηπανιώτης. Αθήνα: Ανάτυπο από την “Επιθεώρηση Τέχνης”, 1957.
Μουτσόπουλος, Νικόλαος. Κουδαραίοι Μακεδόνες και Ηπειρώτες Μαϊστορες. Αθήναι: Ανάτυπον εκ του λευκώματος του Τ.Ε.Ε. οι “Πρώτοι Έλληνες Τεχνικοί Επιστήμονες περιόδου Απελευθερώσεως”, 1976.
—Μακεδονική Αρχιτεκτονική Συμβολή εις την μελέτην της Ελληνικής Οικίας. Θεσσαλονίκη, 1971.
Παπαγεωργοπούλου, Ζέτα. «Έθιμα λαϊκής οικοδομικής.» Πρίσμα, Κιλκίς 2003.
Παπανικολάου, Φώτης. Γλώσσα και Λαογραφία Επαρχίας Βοϊου. Θεσσαλονίκη: Βοϊακή Εστία, 1973.
Παπαστεργίου, Ευαγγελία. «Λαογραφικά από τον Αυγερινό.» Μακεδονικά 1953.
Σάρρος, Δημήτριος. Περί των εν Ηπείρω Μακεδονία και Θράκη Συνθηματικών Γλωσσών.
Αθήναι: Λαογραφία, Δελτίον της Ελληνικής Λαογραφικής Εταιρείας, τόμος Ζ’, 1923.
Τσότσος, Γεώργιος. Μαστόροι από τον Ντόλο (Βυθό) Ανασελίτσας (Βοΐου) στην Πελοπόννησο. Θεσσαλονίκη: Το αρμολόι, 2021.
Χατζημιχάλη, Αγγελική. Οι Συντεχνίες – τα Ισνάφια. Μορφές από τη Σωματειακή οργάνωση των Ελλήνων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αθήναι: L’ Hellenisme Contemporain, 1953.
[1]https://kyparissigrevenon.gr/drasi/dromena/
